- ἀκράτου
- ἀκρά̱του , ἄκρατοςunmixedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀκράτου — Ἄκρατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PINCERNA — ministerpocula mensae ingerens: qualis Ganymedes, a Diis raptus, fertur Iovi pocula ministrâsse. Unde Ausonius, Technopaegniô, v. 19. de Historiis. Stat Iovis ad cyathum, generat quem Dardanius Tros. Seneca, Ep. 47. Alius vini minister, in… … Hofmann J. Lexicon universale
ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
περισοβώ — έω, Α 1. απομακρύνω, διώχνω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, κάνω να περιέλθει κάτι γρήγορα γύρω γύρω, περιφέρω (α. «παῑ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει αὐτοῑς ποτήριον ἀκράτου», Μέν. β. «ἐς τοὺς ἄλλους συνεχῶς περιεσοβεῑτο ἡ κύλιξ», Λουκιαν.) 2. περιτρέχω,… … Dictionary of Greek
υποτραυλίζω — ΜΑ [τραυλίζω] ψευδίζω λιγάκι, μιλώ κάπως ψευδά («ὑπὸ τοῡ ἀκράτου πονηρῶς ἔχων και ὑποτραυλίζειν γελοίως», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
Δομενεγίνης — Επώνυμο λογίων από τη Ζάκυνθο που έζησαν κατά τον 19ο και 20ό αι. 1. Ιωάννης (1824 – 1899). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Ζάκυνθο. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εντάχθηκε στο κόμμα των Ριζοσπαστών. Με την… … Dictionary of Greek
Σάμου, νομός — Διοικητική διαίρεση των νησιών του Αιγαίου. Έχει έκταση 778 τ. χλμ. και πληθυσμό 41 965 κάτ. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Σάμος (5824 κάτ.). Ο ν. Σ. είναι ένας από τους πέντε νομούς του Αιγαίου πελάγους μεταξύ του νησιού και νομού Χίου στο Β … Dictionary of Greek